- ἐναπομάξαι
- ἐναπομάσσωwipe off uponaor inf actἐναπομάξαῑ , ἐναπομάσσωwipe off uponaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναπομάσσω — ἐναπομάσσω (AM) (Α και αττ. τ. ἐναπομάττω) μσν. μτφ. αποτυπώνω πάνω στον εαυτό μου, μιμούμαι αρχ. 1. αποτυπώνω κάτι («προσβολὼν τῷ πίνακι τὸν σπόγγον... τὸν δὲ προσπεσόντα θαυμαστῶς ἐναπομάξαι και ποιῆσαι τὸ δέον», Πλούτ.) 2. απεικονίζω,… … Dictionary of Greek